διακρίνομαι

διακρίνομαι
διακρίνομαι, διακρίθηκα, διακεκριμένος βλ. πίν. 2
——————
Σημειώσεις:
διακρίνομαι : η μτχ. διακεκριμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο ξεχωριστός, εκλεκτός, διαπρεπής κτλ.).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διακρίνομαι — διακρί̱νομαι , διακρίνω separate one from another aor subj mid 1st sg (epic) διακρί̱νομαι , διακρίνω separate one from another pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • εμπρέπω — ἐμπρέπω (Α) διακρίνομαι σε κάτι, διαπρέπω, ξεχωρίζω («ἀρεταῑς τε ποικίλαις ἐμπρέποντας», Μην. Ωδ.) αρχ. 1. είμαι καταφανής, φανερός («λίπος ἐπ ὀμμάτων αἵματος ἐμπρέπειν», Αισχ.) 2. είμαι ένδοξος, περιφανής, διακρίνομαι 3. αρμόζω, είμαι κατάλληλος …   Dictionary of Greek

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • κέκασμαι — (Α) παρακμ. τού καίνυμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέ κασ μαι, με αναδιπλασιασμό κε , θ. καδ , πρβλ. δωρ. τ. κέ καδμαι (το σύμπλεγμα σμ < δμ , πρβλ. ὀδμή < ὀσμή) που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kad «λάμπω, διακρίνομαι, ακτινοβολώ». Ο τ. συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • ξεχωρίζω — (Μ ξεχωρίζω) 1. χωρίζω, θέτω χωριστά, αποχωρίζω, τοποθετώ κάτι σε διαφορετική θέση από άλλα ή από άλλο αντικείμενο («ξεχώρισα τα φρέσκα από τα μπαγιάτικα») 2. δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση, προτιμώ, κάνω διάκριση («μην ξεχωρίζεις τους μαθητές σου»)… …   Dictionary of Greek

  • αναδεικνύω — (Α ἀναδεικνύω και δείκνυμι, Ν και δείχνω) εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω νεοελλ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω 2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι αρχ. 1. ανυψώνω και δείχνω… …   Dictionary of Greek

  • ασπρίζω — 1. κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω 2. βάφω άσπρο, ασβεστώνω 3. καθαρίζω ηθικά, εξαγνίζω 4. ξασπρίζω, ξεθωριάζω, κάνω κάτι να χάσει το άσπρο χρώμα του 5. φαίνομαι άσπρος, διακρίνομαι με τη λευκότητά μου («κάτι άσπριζε στο βάθος») 6. ασπρίζουν τα μαλλιά… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοφαγγρίζω — μόλις φαίνομαι, ίσα ίσα που διακρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + φαγγρίζω «φέγγω αμυδρά»] …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”